ἐνοχλήσει

ἐνοχλήσει
ἐνόχλησις
annoyance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐνοχλήσεϊ , ἐνόχλησις
annoyance
fem dat sg (epic)
ἐνόχλησις
annoyance
fem dat sg (attic ionic)
ἐνοχλέω
trouble
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐνοχλέω
trouble
fut ind mid 2nd sg
ἐνοχλέω
trouble
fut ind act 3rd sg
ἐνοχλέω
trouble
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐνοχλέω
trouble
fut ind mid 2nd sg
ἐνοχλέω
trouble
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίσων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος και νόμιμος διάδοχος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και της Τυρούς. Ο αδελφός του Πελίας, παρότι η Τυρώ ισχυριζόταν πως τον είχε αποκτήσει –όπως και τον Νηλέα– από τον Ποσειδώνα, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • μάμπα — Κοινή ονομασία δύο ειδών αφρικανικών φιδιών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των ελαπίδων της υπόταξης των οφιδίων της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Το πρώτο είδος (Dendroaspis polylepis) ονομάζεται μαύρο μ., ωστόσο παρά το όνομά του έχει χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • μοναχούλης — α, ικο, ουδ. και ι (Μ μοναχούλης, α, ικο) [μοναχός] (θωπευτικά) μόνος, ολομόναχος («μοναχούλης τό μετέφερε για να μη μάς ενοχλήσει») …   Dictionary of Greek

  • Βάρβογλης — Επώνυμο πελοποννησιακής οικογένειας, με ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, που καταγόταν από τις Σέρρες. 1. Γεώργιος. Προεστός της Τρίπολης, γενάρχης της οικογένειας των Βαρβογλαίων της Τρίπολης. Ονομαζόταν και Μπάρμπογλους. Είχε έρθει από τις …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”